κοκκινέλα

κοκκινέλα
η
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων τής οικογένειας coccinellidae, γνωστό στην Ελλάδα με τις κοινές ονομασίες λαμπρίτσα, παπαδίτσα, βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coccinella < λατ. coccinus (< κόκκινος < κόκκος) + -ella (< λατ. κατάλ. -ella)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παπαδίτσα — η [παπάς / παπάδες] 1. κοινή ονομασία τού είδους ποώδους φυτού ηρύγγιον το τρισακτιδωτόν 2. ζωολ. α) κοινή ονομασία τού πτηνού αιγίθαλος β) γενική ονομασία μικρόσωμων ευκίνητων ωδικών πτηνών τού γένους parus, τα οποία αναζητούν την τροφή τους… …   Dictionary of Greek

  • πασχαλίτσα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 103 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (22 τ. χλμ. κάτ.). * * * η [πασχαλιά] είδος εντόμου με κόκκινο χρώμα και μαύρα στίγματα, η κοκκινέλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”